Γόννος

Γόννος
Γόννος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γόννοι — Γόννος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόννοις — Γόννος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόννον — Γόννος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόννους — Γόννος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГОНН —    • Connus, Gonni,          Γόννος, οι, н. Ликостомон, важная крепость при западном входе в долину Темпе, на правом берегу Пенея, город перребов в фессалийской области Пеласгиотиде. Город, от которого сохранились значительные остатки стен, кроме …   Реальный словарь классических древностей

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • γουνός — γουνός, ο (Α) 1. εύφορος, γόνιμος τόπος 2. ύψωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική που από την αρχαιότητα ερμηνεύθηκε διττά: ως «υψηλός τόπος» και ως «γονιμώτατος τόπος» (η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι καθολικά αποδεκτή). Ο τ. γουνός (με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”